Υπέρ Ελβετίας: ποιούς φοβίζει, ο Λαός να αποφασίζει;

Ένα κείμενο του καλού φίλου και “ανταποκριτή” μας στην Ελβετία Χρίστου Δαγρέ

30627A0EB8FE74E36F6DF269FA22C1A4

Ζω και εργάζομαι στην Ελβετία[1] και ξαφνιάστηκα δυσάρεστα από τον ορυμαγδό των τερατολογίων που ακούστηκαν τις τελευταίες ημέρες με αφορμή την άσκηση του ελαχίστου, βασικού δικαιώματος – αλλά και ευθύνης – για τον κάθε Ελβετό πολίτη: να αποφασίζει ελεύθερα για τον τόπο του και την πατρίδα του. Με μια προσεκτικότερη ματιά βέβαια, κάποιος μπορούσε να διαπιστώσει ότι οι πιο δυνατές φωνές ακούγονταν από τις ίδιες συστημικές ελίτ που αρέσκονται να συμπεριφέρονται στους Έλληνες ως πολιτικά νήπια, φροντίζοντας να τους κοιμίζουν με «καραμελίτσες» μία φορά στα τέσσερα χρόνια, έτσι ώστε να αφήνονται ασύδοτοι τον υπόλοιπο καιρό για να αποφασίζουν ερήμην τους. Δεν θα επεκταθώ καθώς πολλοί και καλοί διανοητές έχουν περιγράψει τη δομή και τη λειτουργία της Κλεπτο/Κομματοκρατίας. Απλώς θα υπογραμμίσω ότι το άρθρο του Π. Βουρλή ήταν μια ευχάριστη έκπληξη μέσα σ’αυτή την κακοφωνία ψευδών και κραυγών.

Θα ήθελα να σχολιάσω δύο σημεία του περιεκτικού άρθρου έτσι ώστε να γίνει καλύτερα κατανοητή η λειτουργία των Δημοψηφισμάτων σε μία κοινωνία. Το πρώτο είναι ο εκπαιδευτικός τους ρόλο στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της πολιτικής σκέψης και πρακτικής των Ελβετών. Είναι άσκοπο να ψέγει κάποιος τους Έλληνες σήμερα ως «πολιτικά νήπια» όταν δεν τους προσφέρει τη δυνατότητα να ασκήσουν έμπρακτα την πολιτική τους σκέψη επάνω σε ζητήματα που οι ίδιοι κρίνουν αρκούντως σημαντικά. Τα αποτελέσματα της 40χρονης εμπειρίας από το αντιπροσωπευτικό μας σύστημα έδειξαν ότι η πολιτική πόλωση, τα νεφελώδη προεκλογικά προγράμματα και η συστηματική εκτροπή του πολιτικού διαλόγου σε προσωπικές επιθέσεις όχι μόνο δεν επιτρέπουν την ωρίμανση της συλλογικής πολιτικής σκέψης αλλά τελικά εκτρέπουν την πολιτική πίσω από κλειστές πόρτες και ύποπτες συναλλαγές – τα γνωστά «ρουσφετάκια»!

Αντιθέτως, τα Δημοψηφίσματα θέτουν στο τραπέζι απτά, συγκεκριμένα θέματα που φέρνουν προς ψήφιση οι ίδιοι οι πολίτες, διαμορφώνονται από τους ίδιους τους πολίτες και τελικά επιλύονται από αυτούς. Η εμπλοκή των πολιτών δεν αρχίζει και δε τελειώνει με την προσέλευση στις κάλπες. Συμμετέχουν στη διαμόρφωση του ερωτήματος (εφόσον πρόκειται για νομοθετική πρωτοβουλία των πολιτών), στον πολιτικό διάλογο αλλά και στην διαχείριση των αποτελεσμάτων των δημοψηφισμάτων, ώστε να γίνουν αποδεκτά από το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών. Το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος δεν σημαίνει κατ’ανάγκη και το οριστικό τέλος του συγκεκριμένου πολιτικού ζητήματος. Οι νόμοι δεν γράφονται στην πέτρα αλλά ωριμάζουν μαζί με την κοινωνία, και αυτό είναι το δεύτερο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ.

Η αποτυχία μίας πολιτικής θέσης είναι συνήθως το αποτέλεσμα τριών παραγόντων που συμμετέχουν σε διαφορετικό βαθμό κάθε φορά: η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για τη συγκεκριμένη άποψη, η υποστήριξη της δεν ήταν η καλύτερη και η ίδια η πρόταση περιείχε κενά ή λάθη. Με το τέλος ενός δημοψηφίσματος ξεκινάει άμεσα και η νομοθετική ζύμωση έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να ενσωματώσουν όσο γίνεται περισσότερες προτάσεις της απέναντι άποψης. Η πόλωση δεν ευνοεί κανένα. Ειδικά δε, οι υποστηρικτές της θέσης που απορρίφθηκε πρέπει να εντοπίσουν τα κενά τους, να αφουγκραστούν την κοινωνία και να επανέλθουν όταν ωριμάσουν οι συνθήκες. Θα ήθελα να αναφερθώ σε 2 παραδείγματα για το πως λειτούργησε η πολιτική της κοινωνικής συνοχής όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους ίδιους τους πολίτες.

Στο τελευταίο δημοψήφισμα για το 2013, οι ψηφοφόροι απέρριψαν μία εξαιρετικά ριζοσπαστική πρόταση για να τεθεί στο 1:12 το ανώτατο επιτρεπτό όριο μεταξύ του κατώτερου και ανώτερου μισθού σε μία εταιρεία. Η πρόταση ήταν πραγματικά ανατρεπτική για μία χώρα με τόσο ανταγωνιστική οικονομία όπως αυτή της Ελβετίας, ωστόσο ψηφίστηκε από περισσότερο του ενός τρίτου των ψηφοφόρων. Η κοινωνία προφανώς δεν ήταν έτοιμη ακόμη, αλλά αυτό δεν είναι και το τέλος. Η πρόταση αυτή βασίστηκε επάνω σε πραγματικά ζητήματα προκλητικού πλουτισμού μεγαλοστελεχών που προβλημάτισαν την ελβετική κοινωνία και είναι σίγουρο ότι προχώρησε το διάλογο ένα μεγάλο βήμα πιο κάτω. Μέσα στο χρόνο, τόσο η κοινωνία όσο και πολιτική θέση για μετριασμό των εισοδηματικών ανισοτήτων θα ωριμάσουν και πολύ πιθανόν να συναντηθούν σε κάποιο σημείο όπου θα ικανοποιούνται οι περισσότεροι. Μπορεί σε κάποιους η διαδικασία αυτή να φαίνεται αργή, όμως το να κάνεις συμμέτοχους όσο γίνεται περισσότερους στη λύση ενός προβλήματος αποτελεί εγγύηση για καλύτερη έκβαση. Και αυτό λέγεται Κοινωνική Συνοχή στην πράξη.

Το δεύτερο παράδειγμα είναι η απόρριψη του δημοψηφίσματος για ένταξη στην Ε.Ε. πρίν από αρκετά χρόνια, με ποσοστό παραπλήσια οριακό αυτού για τη μετανάστευση. Η Ελβετία μπορεί να απέρριψε την προοπτική ένταξης αλλά λόγω του οριακού ποσοστού, η κυβέρνηση της διαπραγματεύτηκε μια ειδική σχέση σύνδεσης με την Ε.Ε., με την προοπτική επανεξέτασης να μένει ανοιχτή για το μέλλον. Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις και η αποκρουστική μορφή που παίρνουν οι ισορροπίες ισχύς και εξουσίας εντός της Ε.Ε. έχει οδηγήσει αρκετούς ευρω-υποστηρικτές να αναθεωρήσουν τη θέση τους. Σήμερα, ένα μεγάλο μέρος του 49% υπέρ της Ε.Ε. ευγνωμονούν – σιωπηρά ή μη – το οριακό ποσοστό που προφύλαξε τη σπάνια και πολύτιμη αυτή Αλπική Δημοκρατία.

Ο Ελβετός πολίτης σίγουρα δεν είναι αλάθητος αλλά όταν η Δημοκρατία λειτουργεί στην πράξη υπάρχει πάντα χρόνος ώστε να διορθωθούν οι όποιες στραβοτιμονιές στην πορεία. Και πραγματική Δημοκρατία δεν σημαίνει να διεξάγεται απλώς ελεύθερος και πλουραλιστικός διάλογος, χρειάζεται και συμμετοχή στη λήψη της απόφασης, ως επιστέγασμα του διαλόγου. Διαφορετικά, αναλαμβάνουν οι διάφοροι αυτόκλητοι «υπερασπιστές» του λαού να αποφασίζουν ερήμην του – και αυτό απαντά στο ερώτημα «ποιοί φοβούνται ο λαός να αποφασίζει;». Κρατήστε 2 λέξεις κλειδιά για το μέλλον: Νερό και Διόδια.

[1] Δεν έχω δικαίωμα ψήφου, καθώς δεν είμαι Ελβετός πολίτης – είμαι αυτό που χοντρικά κάποιος θα έλεγε «μετανάστης».

Leave a comment